κλαδαρόμ(μ)ατος

κλαδαρόμ(μ)ατος
κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι
«εὔσειστοι τὰ ὄμματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + -όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ-όμματος, πολυ-όμματος. Για τη σημ. τής γλώσσας τού Ησυχίου βλ. λ. κλαδαρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”